- καλυτέρεμα
- το [καλυτερεύω]καλυτέρευση*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλυτέρεμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καλυτερεύω, διόρθωμα, φτιάξιμο: Δε βλέπω καλυτέρεμα της υγείας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλυτεροσύνη — η [καλύτερος] καλυτέρευση, καλυτέρεμα … Dictionary of Greek